- πτέλας
- πτέλᾱς , πτέλαςwild boarmasc acc plπτέλᾱς , πτέλαςwild boarmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτέλας — ὁ, Α ο κάπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα αντ (πρβλ. ἐλέφας, αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα* (II) «αγριογούρουνο»). Κατ άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι»… … Dictionary of Greek
πτελέα — Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
теленок — род. п. нка, телец, род. п. льца, телица, укр. теля, род. п. яти ср. р., др. русск. теля ср. р. теленок , тельць, телица, сербск. цслав. телѧ μόσχος, ст. слав. тельць μόσχος (Супр.), болг. теле ср. р., сербохорв. тѐле, род. п. ета, словен. tẹle … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера